- ἐφήβαιον
- ἐφήβαιονpubesneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐφηβαίοις — ἐφήβαιον pubes neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηβαίου — ἐφήβαιον pubes neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφηβαίῳ — ἐφήβαιον pubes neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐφήβαια — ἐφήβαιον pubes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίλιον — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Προϊστορική πόλη της Μικράς Ασίας, στη βορειοδυτική της χερσόνησο, πρωτεύουσα της Τρωάδας, γνωστή κυρίως ως Τροία (βλ. λ.). 2. Μικρή παράλια πόλη, που χτίστηκε κοντά στο προϊστορικό Ίλιον από τον Μέγα Αλέξανδρο και… … Dictionary of Greek
εφήβαιο — τὸ (Α ἐφήβαιον και ἐφήβειον) η ήβη, η ηβική χώρα και το υπερκείμενο τού αιδοίου τριχωτό τμήμα τού υπογαστρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἥβη] … Dictionary of Greek
īli- — īli English meaning: groin, intestines Deutsche Übersetzung: “Weichen, Eingeweide, Geschlechtsteile”? Note: From Root engʷ , n̥gʷēn (engʷh ): swelling derived Root īli (engʷhi, indi): groin, intestines. Common Illyr. gʷh > d… … Proto-Indo-European etymological dictionary